εφημεριδογραφία

εφημεριδογραφία
η
το έργο τού εφημεριδογράφου, η δημοσιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφημεριδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφημεριδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημεριδογραφία, ο δημοσιογραφικός. επίρρ... εφημεριδογραφικώς και ά με δημοσιογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημεριδογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπυρ. Ιω. Βαλέτα] …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”